- εξυφαίνω
- (αόρ. εξύφανα и εξύφηνα, παθ. αόρ. εξυφάνθην) μετ.1) выткать; 2) перен. замыслить, затеять; состряпать (разг );
εξυφαίνω συνωμοσία — организовать тайный заговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξυφαίνω συνωμοσία — организовать тайный заговор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξυφαίνω — weave pres subj act 1st sg ἐξυφαίνω weave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξυφαίνω — εξυφαίνω, εξύφανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξυφαίνω — (AM ἐξυφαίνω) μσν. νεοελλ. ξηλώνω αυτό που ύφανα νεοελλ. μηχανεύομαι, μηχανορραφώ («εξυφαίνω συνωμοσία») αρχ. 1. ολοκληρώνω την ύφανση 2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.) 3. παθ. ετοιμάζομαι … Dictionary of Greek
εξυφαίνω — εξύφανα, εξυφάνθηκα, εξυφασμένος, μτβ., ετοιμάζω κάτι (κακό) κρυφά και δόλια, το μηχανεύομαι, χαλκεύω, μηχανορραφώ, σκευωρώ: Εξυφάνθηκε συνωμοσία εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξυφαινόμενον — ἐξυφαίνω weave pres part mp masc acc sg ἐξυφαίνω weave pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυφαινόντων — ἐξυφαίνω weave pres part act masc/neut gen pl ἐξυφαίνω weave pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυφανθέντα — ἐξυφαίνω weave aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐξυφαίνω weave aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυφαῖνον — ἐξυφαίνω weave pres part act masc voc sg ἐξυφαίνω weave pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυφαίνει — ἐξυφαίνω weave pres ind mp 2nd sg ἐξυφαίνω weave pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυφαίνουσι — ἐξυφαίνω weave pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξυφαίνω weave pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυφαίνουσιν — ἐξυφαίνω weave pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξυφαίνω weave pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)